- μηλοδόκος
- μηλο-δόκος, Schafe empfangend als Opfer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηλοδόκος — μηλοδόκος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
μηλοδόκῳ — μηλοδόκος sheep receiving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek